- Τροία
- η ист. г. Троя
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Τροία — Τροΐᾱ , Τροία Troy fem nom/voc/acc dual Τροΐᾱ , Τροία Troy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Τροίᾱ , Τροία Troy fem nom/voc/acc dual Τροίᾱ , Τροία Troy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τροίᾳ — Τροΐᾱͅ , Τροία Troy fem dat sg (attic doric aeolic) Τροίᾱͅ , Τροία Troy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τροία — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… … Dictionary of Greek
τροιά — Αρχαία πόλη της Τρωάδας, περιοχής της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, την οποία οι Έλληνες την ονόμαζαν και Ίλιον. Η μυθική παράδοση, που μεταβιβάστηκε κυρίως με τα ομηρικά ποιήματα και τους Έλληνες τραγικούς ποιητές, ανήγαγε την αρχή της πόλης στον… … Dictionary of Greek
Τροία — η αρχαία πόλη στη Μ. Ασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τροίας — Τροΐᾱς , Τροία Troy fem acc pl Τροΐᾱς , Τροία Troy fem gen sg (attic doric aeolic) Τροίᾱς , Τροία Troy fem acc pl Τροίᾱς , Τροία Troy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τροίαι — Τροΐᾱͅ , Τροία Troy fem dat sg (attic doric aeolic) Τροίᾱͅ , Τροία Troy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τροίαν — Τροΐᾱν , Τροία Troy fem acc sg (attic doric aeolic) Τροίᾱν , Τροία Troy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Троя — (Τροία, иначе Илион) главн. город Троады (см.). Из всех поселений Троады пользовалась славою одна Т.; за то у древних греков не было имени, с которым было бы соединено столько воспоминаний, около которого группировалось бы столько знаменитых… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Τροῖαι — Τροία Troy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τροίαθεν — Τροίᾱθεν , Τροίαθεν Troy indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)